Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
able
/ˈeɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ικανός, δυνάμενος, αρμόδιος, άξιος, όποιος μπορεί να, όποιος καταφέρνει, όποιος κατορθώνει, όποιος είναι στη θέση να;
USER: ικανός, θέση, σε θέση, μπορούν, μπορεί
GT
GD
C
H
L
M
O
absolutely
/ˌabsəˈlo͞otlē/ = ADVERB: απολύτως, απόλυτα;
USER: απολύτως, απόλυτα, εντελώς, είναι απολύτως, οπωσδήποτε, οπωσδήποτε
GT
GD
C
H
L
M
O
actually
/ˈæk.tʃu.ə.li/ = ADVERB: πράγματι, πραγματικά;
USER: πραγματικά, πράγματι, πραγματικότητα, στην πραγματικότητα, όντως, όντως
GT
GD
C
H
L
M
O
add
/æd/ = VERB: προσθέτω, αθροίζω;
USER: προσθήκη, προσθέσετε, προσθέστε, προσθέσει, πρόσθεσε, πρόσθεσε
GT
GD
C
H
L
M
O
after
/ˈɑːf.tər/ = ADVERB: μετά, αφού, κατόπιν;
USER: μετά, αφού, μετά από, μετά την, μετά τη, μετά τη
GT
GD
C
H
L
M
O
again
/əˈɡenst/ = ADVERB: πάλι, ξανά, εκ νέου;
USER: πάλι, ξανά, εκ νέου, και πάλι, φορά, φορά
GT
GD
C
H
L
M
O
ago
/əˈɡəʊ/ = ADVERB: πριν, προ, πρότερον;
USER: πριν, πριν από, ago, προ, προ
GT
GD
C
H
L
M
O
agree
/əˈɡriː/ = VERB: συμφωνώ, δέχομαι;
USER: συμφωνώ, συμφωνούν, συμφωνήσουν, συμφωνήσει, συμφωνείτε, συμφωνείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
all
/ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες;
NOUN: το όλο;
ADVERB: όλως;
USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
allege
/əˈledʒ/ = VERB: ισχυρίζομαι, προβάλλω, προφασίζομαι;
USER: ισχυρίζονται, αντλούνται, προσάπτουν, υποστηρίζουν, προβάλλουν
GT
GD
C
H
L
M
O
alliance
/əˈlaɪ.əns/ = NOUN: συμμαχία;
USER: συμμαχία, Συμμαχίας, Alliance, της Συμμαχίας, τη συμμαχία
GT
GD
C
H
L
M
O
also
/ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον;
USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να
GT
GD
C
H
L
M
O
an
/ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας;
USER: ένα, μια, ένας, μία, η
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
anyway
/ˈen.i.weɪ/ = ADVERB: οπωσδήποτε, πάντως;
USER: οπωσδήποτε, πάντως, Τέλος πάντων, ούτως ή άλλως, έτσι κι αλλιώς
GT
GD
C
H
L
M
O
are
/ɑːr/ = NOUN: εκτάριο;
VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι;
USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
around
/əˈraʊnd/ = ADVERB: γύρω, τριγύρω;
USER: γύρω, γύρω από, περίπου, όλο, σε όλο, σε όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
as
/əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή;
USER: ως, καθώς, όπως, και, και
GT
GD
C
H
L
M
O
associated
/əˈsəʊ.si.eɪ.tɪd/ = VERB: συνδέω, συναναστρέφομαι, συνδέομαι, συνεταιρίζομαι;
USER: συνδέονται, σχετίζεται, που συνδέονται, που σχετίζονται, σχετίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
association
/əˌsəʊ.siˈeɪ.ʃən/ = NOUN: σχέση, σύνδεσμος, συνεταιρισμός, εταιρία, όμιλος;
USER: σχέση, σύνδεσμος, Σύνδεσης, ένωση, Association, Association
GT
GD
C
H
L
M
O
at
/ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν;
NOUN: παπάκι;
USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
automaker
/ˈôtōˌmākər/ = USER: αυτοκινητοβιομηχανία, αυτοκινητοβιομηχανίας, κατασκευάστρια αυτοκινήτων, automaker, αυτοκινητοβιομηχανία της
GT
GD
C
H
L
M
O
automakers
= USER: αυτοκινητοβιομηχανίες, αυτοκινήτων, automakers, αυτοκινητοβιομηχανιών, κατασκευαστές αυτοκινήτων
GT
GD
C
H
L
M
O
away
/əˈweɪ/ = ADVERB: μακριά;
NOUN: απών;
USER: μακριά, φιλοξενούμενη, πόδια, σέντρα, περάσει, περάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
back
/bæk/ = ADVERB: πίσω, οπίσω, όπισθεν;
NOUN: πλάτη, βάθος, νώτα, κώλος;
VERB: υποστηρίζω, οπισθοχωρώ;
USER: πίσω, πλάτη, back, πίσω μέρος, επιστροφή, επιστροφή
GT
GD
C
H
L
M
O
basis
/ˈbeɪ.sɪs/ = NOUN: βάση, αρχή;
USER: βάση, βάσει, βάσης, βάσεις, με βάση
GT
GD
C
H
L
M
O
be
/biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι;
USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
became
/bɪˈkeɪm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω;
USER: έγινε, κατέστη, έγιναν, γίνει, άρχισε, άρχισε
GT
GD
C
H
L
M
O
bee
/biː/ = NOUN: μέλισσα;
USER: μέλισσα, μελισσών, μέλισσας, των μελισσών, bee
GT
GD
C
H
L
M
O
before
/bɪˈfɔːr/ = CONJUNCTION: προτού, πριν να, προτιμότερο του να;
ADVERB: μπροστά, ενώπιο;
PREPOSITION: μπροστά;
USER: προτού, πριν να, μπροστά, πριν, πριν από, πριν από
GT
GD
C
H
L
M
O
between
/bɪˈtwiːn/ = PREPOSITION: μεταξύ, ανάμεσα;
ADVERB: μεταξύ δύο, στο ενδιάμεσο, εν τω μεταξύ;
USER: μεταξύ, ανάμεσα, μεταξύ των, μεταξύ της, μεταξύ του, μεταξύ του
GT
GD
C
H
L
M
O
boss
/bɒs/ = NOUN: αφεντικό, διευθυντής, εξέχων όγκος;
VERB: διευθύνω;
USER: αφεντικό, το αφεντικό, αφεντικού, αφεντικό του εαυτού, boss, boss
GT
GD
C
H
L
M
O
both
/bəʊθ/ = PRONOUN: και οι δύο, αμφοτέροι;
USER: και οι δύο, τόσο, δύο, και, οι δύο
GT
GD
C
H
L
M
O
breakthrough
/ˈbreɪk.θruː/ = NOUN: ρήγμα;
USER: επανάσταση, επίτευγμα, ανακάλυψη, βήμα, σημαντική ανακάλυψη
GT
GD
C
H
L
M
O
but
/bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις;
PREPOSITION: εκτός;
USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η
GT
GD
C
H
L
M
O
by
/baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό;
ADVERB: δίπλα, πλησίον;
USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον
GT
GD
C
H
L
M
O
called
/kɔːl/ = VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι;
USER: που ονομάζεται, ονομάζεται, καλείται, ονομάζονται, κάλεσε, κάλεσε
GT
GD
C
H
L
M
O
can
/kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές;
USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
care
/keər/ = NOUN: φροντίδα, περίθαλψη, προσοχή, έγνοια, σκοτούρα;
VERB: φροντίζω, νοιάζομαι;
USER: φροντίδα, περίθαλψη, νοιάζονται, νοιάζει, φροντίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
cars
/kɑːr/ = NOUN: αυτοκίνητο, βαγόνι, άμαξα;
USER: αυτοκίνητα, τα αυτοκίνητα, αυτοκινήτων, αυτοκίνητα που, οχήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
certainty
/ˈsɜː.tən.ti/ = NOUN: βεβαιότητα, σιγουριά;
USER: βεβαιότητα, σιγουριά, δικαίου, ασφάλεια, ασφάλειας
GT
GD
C
H
L
M
O
chief
/tʃiːf/ = NOUN: αρχηγός, σεφ, πρωτεύων;
ADJECTIVE: κύριος, προϊστάμενος, πρώτιστος;
USER: αρχηγός, προϊστάμενος, κύριος, επικεφαλής, διευθύνων
GT
GD
C
H
L
M
O
claimed
/kleɪm/ = VERB: ισχυρίζομαι, διεκδικώ, απαιτώ, αξιώ;
USER: ισχυρίστηκε, ισχυρίστηκαν, υποστήριξε, ζητείται, υποστήριξαν
GT
GD
C
H
L
M
O
close
/kləʊz/ = ADVERB: κοντά, πλησίον;
VERB: κλείνω, περατώνω, κλείω;
NOUN: λήξη, τέλος, πέρας;
ADJECTIVE: στενός, κλειστός, κοντινός, προσεκτικός, μεμονωμένος;
USER: κοντά, κλείνω, κλείσει, κλείσετε, κλείστε
GT
GD
C
H
L
M
O
companies
/ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή;
USER: εταιρείες, επιχειρήσεις, εταιρίες, οι εταιρείες, εταιρειών
GT
GD
C
H
L
M
O
company
/ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή;
USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας
GT
GD
C
H
L
M
O
continue
/kənˈtɪn.juː/ = VERB: συνεχίζω, εξακολουθώ, συνεχίζομαι;
USER: να συνεχίσει, συνεχίσει, συνεχίζουν, συνεχίσετε, συνεχίσουν, συνεχίσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
contributor
/kənˈtribyətər/ = NOUN: συνεισφέρων, συνεργάτης, εισφορέας;
USER: συνεισφέρων, συνεργάτης, συμβάλλει, συμβολή, συνεισφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
contributors
/kənˈtribyətər/ = NOUN: συνεισφέρων, συνεργάτης, εισφορέας;
USER: Συντελεστές, συνεισφέροντες, Αρθρογράφοι, συνεισφέρουν, Συνεισφερόντων
GT
GD
C
H
L
M
O
could
/kʊd/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
USER: θα μπορούσε να, θα μπορούσε, θα μπορούσαν, μπορούσε να, μπορούσε, μπορούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
course
/kɔːs/ = NOUN: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, πέρασμα, δρόμος, φαγητό;
VERB: τρέχω, κυνηγώ;
USER: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, φυσικά, διάρκεια
GT
GD
C
H
L
M
O
customer
/ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτης;
USER: πελάτης, πελάτη, πελατών, των πελατών, Εξυπηρέτηση πελατών
GT
GD
C
H
L
M
O
customers
/ˈkʌs.tə.mər/ = NOUN: πελάτες;
USER: πελάτες, τους πελάτες, πελατών, οι πελάτες, των πελατών
GT
GD
C
H
L
M
O
data
/ˈdeɪ.tə/ = NOUN: δεδομένα, στοιχεία, στοιχείο, δεδομένο;
USER: δεδομένα, στοιχεία, δεδομένων, στοιχείων, τα δεδομένα
GT
GD
C
H
L
M
O
dealers
/ˈdiː.lər/ = NOUN: έμπορος;
USER: πωλητές, εμπόρους, αντιπρόσωποι, έμποροι, αντιπροσώπους
GT
GD
C
H
L
M
O
deliver
/dɪˈlɪv.ər/ = VERB: παραδίδω, διανέμω, παραδίνω, εκφωνώ, απαλλάσσω, ελευθερώνω;
NOUN: διανομέας, λυτρότητα;
USER: παραδώσει, διατυπώνει, παράδοση, παραδίδουν, παρέχουν
GT
GD
C
H
L
M
O
delivered
/dɪˈlɪv.ər/ = VERB: παραδίδω, διανέμω, παραδίνω, εκφωνώ, απαλλάσσω, ελευθερώνω;
USER: διατυπώθηκε, παραδίδονται, παραδοθεί, παραδίδεται, παραδόθηκαν
GT
GD
C
H
L
M
O
deliveries
/dɪˈlɪv.ər.i/ = NOUN: διανομή, γέννα, τοκετός, απαγγελία, παράδοση εμπορεύματος, τρόπος ομιλίας;
USER: παραδόσεις, παραδόσεων, τις παραδόσεις, οι παραδόσεις, των παραδόσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
delivery
/dɪˈlɪv.ər.i/ = NOUN: διανομή, γέννα, τοκετός, απαγγελία, παράδοση εμπορεύματος, τρόπος ομιλίας;
USER: διανομή, παράδοση, παράδοσης, την παράδοση, παροχή
GT
GD
C
H
L
M
O
desire
/dɪˈzaɪər/ = VERB: επιθυμία, επιθυμώ, ποθώ, λιμπίζομαι, λαχταρώ;
NOUN: πόθος, λαχτάρα;
USER: επιθυμία, την επιθυμία, επιθυμίας, βούληση, η επιθυμία
GT
GD
C
H
L
M
O
different
/ˈdɪf.ər.ənt/ = ADJECTIVE: διαφορετικός, αλλοιώτικος;
USER: διαφορετικός, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφόρων, διαφόρων
GT
GD
C
H
L
M
O
does
/dʌz/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
USER: κάνει, δεν, έχει, το κάνει, σημαίνει, σημαίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
doesn
/ˈdʌz.ənt/ = USER: doesn, Δεν έχει
GT
GD
C
H
L
M
O
don
/dɒn/ = NOUN: υφηγητής, κύριος;
USER: don, Δεν, Δον, Ντον, φορά, φορά
GT
GD
C
H
L
M
O
earlier
/ˈɜː.li/ = ADVERB: πρωτύτερα, αρχύτερα;
USER: νωρίτερα, Προγενέστερες, προηγούμενη, προηγουμένως, προηγούμενες, προηγούμενες
GT
GD
C
H
L
M
O
economies
/ɪˈkɒn.ə.mi/ = NOUN: οικονομία;
USER: οικονομίες, οικονομιών, οι οικονομίες, των οικονομιών, οικονομίες της
GT
GD
C
H
L
M
O
electric
/ɪˈlek.trɪk/ = NOUN: ηλεκτρικός;
ADJECTIVE: ηλεκτρικός;
USER: ηλεκτρικός, ηλεκτρικό, ηλεκτρικά, ηλεκτρική, ηλεκτρικών
GT
GD
C
H
L
M
O
encompasses
/ɪnˈkʌm.pəs/ = VERB: περικλείω, περιβάλλω, περικυκλώ;
USER: περιλαμβάνει, περικλείει, καλύπτει, συμπεριλαμβάνει
GT
GD
C
H
L
M
O
end
/end/ = NOUN: τέλος, άκρο, λήξη, πέρας, τέρμα, σκοπός, φινάλε;
VERB: τελειώνω, περατώνω;
USER: τέλος, άκρο, λήξη, τέλη, σκοπό, σκοπό
GT
GD
C
H
L
M
O
established
/ɪˈstæb.lɪʃt/ = ADJECTIVE: καθιερωμένος;
USER: εγκατεστημένος, εγκατεστημένοι, καθοριστεί, έδρα, ιδρύθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
explained
/ɪkˈspleɪn/ = VERB: εξηγώ, διερμηνεύω;
USER: εξήγησε, εξηγείται, εξηγηθεί, εξηγούνται, εξηγεί
GT
GD
C
H
L
M
O
expressed
/ɪkˈspres/ = VERB: εκφράζω, εκφέρω;
USER: εκφράζονται, εκφράζεται, εξέφρασαν, εξέφρασε, εξέφρασε την
GT
GD
C
H
L
M
O
far
/fɑːr/ = ADVERB: μακριά, πολύ μακριά;
ADJECTIVE: μακρινός;
USER: μακριά, πολύ μακριά, πολύ, τώρα, μέτρο, μέτρο
GT
GD
C
H
L
M
O
final
/ˈfaɪ.nəl/ = ADJECTIVE: poslední, konečný, závěrečný, definitivní, neodvolatelný;
NOUN: finále;
USER: τελικός, τελική, τελικό, τελικής, τελικού, τελικού
GT
GD
C
H
L
M
O
financial
/faɪˈnæn.ʃəl/ = ADJECTIVE: οικονομικός, οικονομολογικός;
NOUN: γενική λογιστική;
USER: χρηματοδοτική, οικονομική, οικονομικών, οικονομικές, οικονομικό
GT
GD
C
H
L
M
O
first
/ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first;
USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
forcing
/fɔːs/ = VERB: ζορίζω, βιάζω, φορτσάρω, εξαναγκάζω;
USER: αναγκάζοντας, αναγκάζοντάς, αναγκάζοντας τους, αναγκάζει, αναγκάζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
frau
GT
GD
C
H
L
M
O
fresno
= USER: Φρέσνο, Fresno, τοποθεσία Φρέσνο, προορισμό Φρέσνο
GT
GD
C
H
L
M
O
from
/frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά;
USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη
GT
GD
C
H
L
M
O
fulfilled
/fʊlˈfɪld/ = VERB: εκπληρώ, εκπληρώνω, πραγματοποιώ;
USER: πληρούνται, πληρούται, εκπληρώσει, εκπληρωθεί, εκπληρωθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
general
/ˈdʒen.ər.əl/ = ADJECTIVE: γενικός;
NOUN: στρατηγός;
USER: γενικός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές, γενικές
GT
GD
C
H
L
M
O
generally
/ˈdʒen.ə r.əl.i/ = ADVERB: γενικά, γενικώς;
USER: γενικά, γενικώς, γένει, εν γένει, γενικότερα, γενικότερα
GT
GD
C
H
L
M
O
get
/ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω;
USER: πάρετε, να, πάρει, να πάρει, να πάρετε
GT
GD
C
H
L
M
O
global
/ˈɡləʊ.bəl/ = ADJECTIVE: καθολικός, σφαιρικός;
USER: παγκόσμια, παγκόσμιο, παγκόσμιων, παγκόσμιες, παγκόσμιας
GT
GD
C
H
L
M
O
go
/ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω;
USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε
GT
GD
C
H
L
M
O
gone
/ɡɒn/ = ADJECTIVE: χαμένος, φευγάτος;
USER: φύγει, πάει, περάσει, προχωρήσει, πηγαίνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
group
/ɡruːp/ = NOUN: ομάδα, όμιλος, ομάς, συγκρότημα, σύμπλεγμα, συνομοταξία;
VERB: συμπλέκω;
USER: ομάδα, όμιλος, ομάδας, ομίλου, ομάδα που
GT
GD
C
H
L
M
O
guess
/ɡes/ = VERB: υποθέτω, νομίζω, μαντεύω, εικάζω;
NOUN: εικασία;
USER: υποθέτω, εικασία, μαντέψει, Μάλλον, μαντέψετε
GT
GD
C
H
L
M
O
had
/hæd/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: είχε, είχαν, έπρεπε, ήταν, έχει, έχει
GT
GD
C
H
L
M
O
half
/hɑːf/ = NOUN: ήμισυ;
ADJECTIVE: μισός, ήμισυς;
VERB: φέρω;
USER: ήμισυ, μισός, μισό, εξάμηνο, το ήμισυ
GT
GD
C
H
L
M
O
halftime
/ˈhæfˌtɑɪm/ = USER: Ημίχρονο, ημιχρόνιο, ημιχρόνου, πρωτο ημιχρονο, στο πρωτο ημιχρονο
GT
GD
C
H
L
M
O
harder
/hɑːd/ = USER: σκληρότερα, δυσκολότερο, πιο δύσκολο, σκληρότερο, δυσκολότερη, δυσκολότερη
GT
GD
C
H
L
M
O
have
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε
GT
GD
C
H
L
M
O
he
/hiː/ = PRONOUN: αυτός;
USER: αυτός, που, ότι, ο, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
helpfully
/ˈhelp.fəl/ = USER: πρόθυμα, χρήσιμο, εξυπηρετικά, βοηθητικοί, πολύ εξυπηρετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
higher
/ˈhaɪ.ər/ = USER: υψηλότερα, υψηλότερες, υψηλότερη, υψηλότερο, μεγαλύτερη
GT
GD
C
H
L
M
O
hill
/hɪl/ = NOUN: λόφος;
USER: λόφος, λόφο, λόφου, Χιλ, ύψωμα
GT
GD
C
H
L
M
O
his
/hɪz/ = PRONOUN: του, αυτού, δικός του, ιδικός του, ιδικός του
GT
GD
C
H
L
M
O
hour
/aʊər/ = NOUN: ώρα;
USER: ώρα, ώρες, ωρών, ώρας, ωρη, ωρη
GT
GD
C
H
L
M
O
how
/haʊ/ = ADVERB: πως;
CONJUNCTION: πως, πόσον;
USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο
GT
GD
C
H
L
M
O
i
/aɪ/ = PRONOUN: εγώ;
USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ
GT
GD
C
H
L
M
O
if
/ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου;
USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
important
/ɪmˈpɔː.tənt/ = ADJECTIVE: σπουδαίος, σοβαρός, βαρυσήμαντος;
USER: σημαντικό, σημαντική, σημαντικά, σημαντικές, σημαντικός, σημαντικός
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
indicator
/ˈindiˌkātər/ = NOUN: δείκτης;
USER: δείκτης, δείκτη, ένδειξη, ενδεικτική, δεικτών
GT
GD
C
H
L
M
O
industry
/ˈɪn.də.stri/ = NOUN: βιομηχανία, φιλοπονία;
USER: βιομηχανία, βιομηχανίας, κλάδου, κλάδο, της βιομηχανίας
GT
GD
C
H
L
M
O
infamy
/ˈɪn.fə.mi/ = NOUN: ατιμία, αίσχος, κακοφημία;
USER: ατιμία, αίσχος, infamy, κακοφημία
GT
GD
C
H
L
M
O
instead
/ɪnˈsted/ = ADVERB: αντί, αντί αυτού, σε αντικατάσταση, εις αντικατάσταση;
USER: αντί, αντί να, αντί για, αντί για
GT
GD
C
H
L
M
O
into
/ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις;
USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη
GT
GD
C
H
L
M
O
investor
/ɪnˈves.tər/ = NOUN: επενδυτής, επενδύων χρήματα;
USER: επενδυτής, επενδυτή, επενδυτών, των επενδυτών, επενδυτές
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
it
/ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό;
USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
its
/ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του;
USER: του, της, τους, τους
GT
GD
C
H
L
M
O
january
/ˈdʒæn.jʊ.ri/ = NOUN: Ιανουάριος, Γενάρης;
USER: Ιανουάριος, Γενάρης, Ιαν., Ιανουάριο, Γενάρη
GT
GD
C
H
L
M
O
japanese
/ˌdzæp.əˈniːz/ = NOUN: Ιαπωνικά;
ADJECTIVE: ιάπωνες, ιαπωνικός, ιάπων;
USER: Ιαπωνικά, ιαπωνική γλώσσα, ιαπωνική, ιαπωνικό, Japanese
GT
GD
C
H
L
M
O
jul
/dʒʊˈlaɪ/ = USER: Ιούλιος, Ιούλιο, Ιουλ, Ιούλης, Ιούλ
GT
GD
C
H
L
M
O
june
/dʒuːn/ = NOUN: Ιούνιος;
USER: Ιούνιος, Ιουν., Ιούν., Ιούνη, Ιουν, Ιουν
GT
GD
C
H
L
M
O
king
/kɪŋ/ = NOUN: βασιλιάς, βασιλέας, ρήγας;
USER: βασιλιάς, βασιλιά, king, Ο βασιλιάς, βασιλευς
GT
GD
C
H
L
M
O
know
/nəʊ/ = VERB: γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα;
USER: ξέρω, γνωρίζω, ξέρετε, γνωρίζουν, γνωρίζουμε, γνωρίζουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
largest
/lɑːdʒ/ = USER: Η μεγαλύτερη, μεγαλύτερη, μεγαλύτερο, μεγαλύτερος, μεγαλύτερες, μεγαλύτερες
GT
GD
C
H
L
M
O
last
/lɑːst/ = ADJECTIVE: τελευταίος, τελικός, ύστατος;
NOUN: καλαπόδι;
VERB: διαρκώ;
USER: τελευταίος, τελευταία, τελευταίο, τελευταίας, περασμένο, περασμένο
GT
GD
C
H
L
M
O
later
/ˈleɪ.tər/ = ADVERB: αργότερα, ύστερα;
NOUN: βραδύτερο;
ADJECTIVE: ύστερος, νεώτερος, υστερόχρονος, βραδύτερος;
USER: αργότερα, αργότερο, μεταγενέστερη, μετά, μεταγενέστερο
GT
GD
C
H
L
M
O
least
/liːst/ = ADVERB: ελάχιστα;
ADJECTIVE: ελάχιστος, ολίγιστος, μικρότατος;
USER: τουλάχιστον, λιγότερο, τουλάχιστον το, τουλάχιστον το
GT
GD
C
H
L
M
O
leave
/liːv/ = NOUN: άδεια;
VERB: φύγω, αφήνω, φεύγω, αναχωρώ;
USER: άδεια, φύγω, άφησε, αφήσει, αφήνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
leslie
= USER: Leslie, Λέσλι, την leslie
GT
GD
C
H
L
M
O
leverage
/ˈliː.vər.ɪdʒ/ = NOUN: μόχλευση, δύναμη του μοχλού;
USER: μόχλευση, μόχλευσης, επιρροή, δύναμη, μοχλός
GT
GD
C
H
L
M
O
life
/laɪf/ = NOUN: ζωή, βίος;
USER: ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, η ζωή, η ζωή
GT
GD
C
H
L
M
O
lineup
/ˈlīnˌəp/ = USER: lineup, ενδεκάδα, σύνθεση, παράταξη, γκάμα,
GT
GD
C
H
L
M
O
little
/ˈlɪt.l̩/ = ADVERB: λίγο, ολίγο, ολιγώς;
ADJECTIVE: μικρός, λίγος, ολίγος;
USER: λίγο, μικρό, μικρή, λίγη, λίγα, λίγα
GT
GD
C
H
L
M
O
lives
/laɪvz/ = NOUN: ζωή, βίος;
USER: ζωές, ζωή, τη ζωή, ζωής, ζει, ζει
GT
GD
C
H
L
M
O
long
/lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύς, μάκρος, χρόνιος;
VERB: ποθώ, υπερεπιθυμώ;
ADVERB: επί μάκρον;
USER: μακρύς, μακρά, καιρό, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλη
GT
GD
C
H
L
M
O
lot
/lɒt/ = NOUN: παρτίδα, λώτ;
USER: παρτίδα, πολλά, πολύ, πολλές, πολλή, πολλή
GT
GD
C
H
L
M
O
lunch
/lʌntʃ/ = NOUN: μεσημεριανό, μεσημεριανό φαγητό, δεύτερο πρόγευμα, ελαφρό γεύμα;
VERB: προγευματίζω;
USER: μεσημεριανό, γεύμα, μεσημεριανό γεύμα, Lunch, Σχολής Lunch
GT
GD
C
H
L
M
O
m
/əm/ = USER: m, μ, μ., τ.μ., μέτρα
GT
GD
C
H
L
M
O
made
/meɪd/ = ADJECTIVE: κατασκευασμένος, γινώμενος;
USER: που, γίνεται, έκανε, γίνονται, γίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
maintaining
/meɪnˈteɪn/ = VERB: διατηρώ, υποστηρίζω, συντηρώ, ισχυρίζομαι;
USER: διατηρώντας, διατήρηση, διατήρηση της, τη διατήρηση, η διατήρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
man
/mæn/ = NOUN: άνθρωπος, άνδρας, ανήρ;
VERB: επανδρώνω, εφοδιάζω με άνδρες, επανδρώ;
USER: άνθρωπος, άνδρας, άνθρωπο, άνδρα, ανθρώπου, ανθρώπου
GT
GD
C
H
L
M
O
market
/ˈmɑː.kɪt/ = NOUN: αγορά;
VERB: εμπορεύομαι, πωλώ στην αγορά, πωλώ σε αγορά;
USER: αγορά, αγοράς, της αγοράς, στην αγορά, στην αγορά
GT
GD
C
H
L
M
O
martin
/ˈmɑː.tɪn/ = NOUN: χελιδόνι, μικρό χελιδόνι, πετροχελίδονο;
USER: χελιδόνι, Martin, Μάρτιν, Ο Martin
GT
GD
C
H
L
M
O
me
/miː/ = PRONOUN: μου, με, εμένα, εγώ;
USER: μου, εμένα, με, εγώ, μένα, μένα
GT
GD
C
H
L
M
O
means
/miːnz/ = NOUN: μέσα, μέσο;
USER: μέσα, μέσο, σημαίνει, νοείται, σημαίνει ότι, σημαίνει ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
media
/ˈmiː.di.ə/ = NOUN: μέσα ενημέρωσης;
USER: μέσα ενημέρωσης, μέσα, μέσων, μέσων ενημέρωσης, media
GT
GD
C
H
L
M
O
member
/ˈmem.bər/ = NOUN: μέλος, εταίρος, μέτοχος;
USER: μέλος, μέλη, μέλους, του μέλους, μελών
GT
GD
C
H
L
M
O
members
/ˈmem.bər/ = NOUN: μέλος, εταίρος, μέτοχος;
USER: μέλη, τα μέλη, μελών, μέλη της, μέλη του
GT
GD
C
H
L
M
O
million
/ˈmɪl.jən/ = USER: million-, million, εκατομμύριο;
USER: εκατομμύριο, εκατομμύρια, εκατ., εκατ. ευρώ, εκατομμυρίων
GT
GD
C
H
L
M
O
mind
/maɪnd/ = NOUN: μυαλό, γνώμη, νους, διάνοια;
VERB: νοιάζομαι, προσέχω, συνερίζομαι, φροντίζω;
USER: μυαλό, νου, το μυαλό, πειράζει, πείραζε, πείραζε
GT
GD
C
H
L
M
O
models
/ˈmɒd.əl/ = NOUN: μοντέλο, υπόδειγμα;
VERB: προπλάττω;
USER: μοντέλα, μοντέλων, τα μοντέλα, υποδείγματα, πρότυπα
GT
GD
C
H
L
M
O
month
/mʌnθ/ = NOUN: μήνας;
USER: μήνας, μήνα, μηνός, μηνών, μήνες, μήνες
GT
GD
C
H
L
M
O
monthly
/ˈmʌn.θli/ = ADJECTIVE: μηνιαίος;
ADVERB: κατά μήνα;
NOUN: μηνιαίο περιοδικό;
USER: μηνιαίος, μηνιαία, μηνιαίο, μηνιαίες, μηνιαίων
GT
GD
C
H
L
M
O
months
/mʌnθ/ = NOUN: μήνας;
USER: μήνες, μηνών, months, μήνα
GT
GD
C
H
L
M
O
more
/mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο;
ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος;
USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο
GT
GD
C
H
L
M
O
most
/məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον;
ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος;
NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα;
USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι
GT
GD
C
H
L
M
O
ms
/miz/ = USER: ms, κράτη μέλη, Μισισιπής, ΚΜ, κρατών μελών
GT
GD
C
H
L
M
O
mystery
/ˈmɪs.tər.i/ = NOUN: μυστήριο, αίνιγμα;
USER: μυστήριο, μυστηρίου, το μυστήριο, mystery, μυστήριο που
GT
GD
C
H
L
M
O
neither
/ˈnaɪ.ðər/ = CONJUNCTION: ούτε, μήτε;
PRONOUN: κανένας;
ADJECTIVE: ούτε ο ένας ούτε άλλος;
USER: ούτε, δεν, ούτε η, κανένα, καμία
GT
GD
C
H
L
M
O
never
/ˈnev.ər/ = ADVERB: ποτέ, ουδέποτε;
USER: ποτέ, ουδέποτε, ποτέ δεν, δεν, ποτέ να, ποτέ να
GT
GD
C
H
L
M
O
nevertheless
/ˌnev.ə.ðəˈles/ = CONJUNCTION: ωστόσο, όμως, μολαταύτα, παρ' όλα αυτά;
USER: παρ 'όλα αυτά, ωστόσο, όμως, εντούτοις, Παρόλα αυτά
GT
GD
C
H
L
M
O
nor
/nɔːr/ = CONJUNCTION: ούτε, μήτε, ουδέ, μηδέ;
USER: ούτε, ούτε και, ούτε να, ούτε για
GT
GD
C
H
L
M
O
not
/nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη;
USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
nothing
/ˈnʌθ.ɪŋ/ = PRONOUN: τίποτα, τίποτε;
USER: τίποτα, τίποτε, τίποτα δεν, δεν, καμία, καμία
GT
GD
C
H
L
M
O
now
/naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν;
USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
number
/ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο;
USER: αριθμός, νούμερο, αριθμό, αριθμού, σειρά, σειρά
GT
GD
C
H
L
M
O
numbers
/ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο;
USER: αριθμοί, αριθμούς, αριθμών, τους αριθμούς, οι αριθμοί
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
offering
/ˈɒf.ər.ɪŋ/ = NOUN: προσφορά, θυσία;
USER: προσφορά, προσφέρει, προσφέροντας, προσφέρουν, που προσφέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
officially
/əˈfɪʃ.əl.i/ = ADVERB: επίσημα;
USER: επίσημα, επισήμως, επίσημη
GT
GD
C
H
L
M
O
often
/ˈɒf.ən/ = ADVERB: συχνά, τακτικά, πολλάκις;
USER: συχνά, συνήθως, φορές, πολλές φορές, που συχνά, που συχνά
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
once
/wʌns/ = ADVERB: μια φορά, άπαξ, κάποτε, άλλοτε;
USER: μια φορά, κάποτε, άπαξ, μία φορά, φορά, φορά
GT
GD
C
H
L
M
O
one
/wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις;
USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια
GT
GD
C
H
L
M
O
only
/ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο;
ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος;
USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για
GT
GD
C
H
L
M
O
opinions
/əˈpɪn.jən/ = NOUN: γνώμη, γνωμάτευση;
USER: γνώμες, απόψεις, γνωμοδοτήσεις, opinions, τις απόψεις
GT
GD
C
H
L
M
O
or
/ɔːr/ = CONJUNCTION: ή;
USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την
GT
GD
C
H
L
M
O
order
/ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας;
VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω;
USER: παραγγελία, τάξη, διαταγή, εντολή, προκειμένου
GT
GD
C
H
L
M
O
other
/ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος;
USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους
GT
GD
C
H
L
M
O
our
/aʊər/ = PRONOUN:
GT
GD
C
H
L
M
O
out
/aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω;
PREPOSITION: εκτός, εκ;
USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
own
/əʊn/ = PRONOUN: ίδιος, ιδικός μου;
VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω;
USER: δική, τη δική, δικό, το δικό, δικές, δικές
GT
GD
C
H
L
M
O
p
/piː/ = USER: p, π, σ, ρ, σ.
GT
GD
C
H
L
M
O
part
/pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος;
VERB: χωρίζω, χωρίζομαι;
USER: μέρος, τμήμα, είδους, μέλος, πλαίσιο, πλαίσιο
GT
GD
C
H
L
M
O
people
/ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς;
VERB: κατοικίζω;
USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι
GT
GD
C
H
L
M
O
performance
/pəˈfɔː.məns/ = NOUN: εκτέλεση, επίδοση, εκπλήρωση, παράσταση, τέλεση;
USER: επίδοση, εκτέλεση, παράσταση, εκπλήρωση, απόδοση
GT
GD
C
H
L
M
O
period
/ˈpɪə.ri.əd/ = NOUN: περίοδος, διάρκεια;
USER: περίοδος, διάρκεια, περίοδο, περιόδου, διάστημα, διάστημα
GT
GD
C
H
L
M
O
pick
/pɪk/ = VERB: διαλέγω, συλλέγω, κεντώ, δρέπω;
NOUN: εκλογή, αξίνα, κασμάς, οξύ εργαλείο;
USER: επιλέξτε, επιλέξετε, διαλέξετε, πάρει, να πάρει
GT
GD
C
H
L
M
O
post
/pəʊst/ = NOUN: θέση, ταχυδρομείο, στύλος, σταθμός, κολόνα, πόστο;
VERB: τοποθετώ, ταχυδρομώ, τοιχοκολώ;
USER: θέση, καταχωρήσετε, δημοσιεύσετε, μετά, δημοσίευση
GT
GD
C
H
L
M
O
precision
/prɪˈsɪʒ.ən/ = NOUN: ακρίβεια, ακριβολογία;
USER: ακρίβεια, ακριβείας, ακρίβειας, την ακρίβεια, ακριβειας
GT
GD
C
H
L
M
O
presence
/ˈprez.əns/ = NOUN: παρουσία, παρουσιαστικό;
USER: παρουσία, παρουσίας, την παρουσία, ύπαρξη, η παρουσία
GT
GD
C
H
L
M
O
press
/pres/ = NOUN: τύπος, πίεση, πιεστήριο, πρέσα, τύπος εφημερίδες, φύλλο εφημερίδας;
VERB: πιέζω, επιστρατεύω βίαια, πρεσάρω, σιδερώνω, ζορίζω, στριμώχνω, σιδηρώνω;
USER: πίεση, πατήστε, πιέστε, πιέστε το πλήκτρο, πατήσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
production
/prəˈdʌk.ʃən/ = NOUN: παραγωγή, προϊόν, απόδοση, παράσταση, προσαγωγή, παρουσίαση;
USER: παραγωγή, παραγωγής, την παραγωγή, της παραγωγής, παραγωγική
GT
GD
C
H
L
M
O
promised
/ˈprɒm.ɪst ˌlænd/ = VERB: υπόσχομαι, τάζω;
USER: υποσχέθηκε, υποσχεθεί, υποσχέθηκαν, υποσχέθηκα, είχε υποσχεθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
proud
/praʊd/ = ADJECTIVE: υπερήφανος, περήφανος, φιλότιμος;
USER: υπερήφανος, περήφανος, υπερήφανοι, περήφανοι, υπερήφανη
GT
GD
C
H
L
M
O
provide
/prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ;
USER: παρέχουν, παράσχει, παρέχει, παροχή, την παροχή
GT
GD
C
H
L
M
O
publish
/ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω;
USER: δημοσιεύει, δημοσιεύουν, δημοσιεύσει, δημοσίευση, δημοσιεύσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
published
/ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω;
USER: δημοσιεύονται, δημοσιευθεί, δημοσιεύεται, δημοσιεύθηκε, δημοσίευσε, δημοσίευσε
GT
GD
C
H
L
M
O
publishes
/ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω;
USER: δημοσιεύει, εκδίδει, δημοσιοποιεί, δημοσιεύσει, δημοσιεύει την
GT
GD
C
H
L
M
O
quick
/kwɪk/ = ADVERB: γρήγορα, ταχέως;
ADJECTIVE: γρήγορος, ταχύς, γοργός, ζωηρός;
USER: γρήγορα, γρήγορος, γρήγορο, γρήγορη, τον γρήγορο, τον γρήγορο
GT
GD
C
H
L
M
O
race
/reɪs/ = NOUN: φυλή, αγώνας, γένος, ράτσα, αγώνας δρόμου, δρόμος, έθνος, γενεά, αγών δρόμου, σόι;
VERB: τρέχω, παρατρέχω;
USER: φυλή, αγώνας, γένος, αγώνα, φυλής
GT
GD
C
H
L
M
O
ranking
/ˈræn.kɪŋ/ = VERB: κατατάσσω, κατατάσσομαι, βαθμοφορώ, προεξέχω;
USER: κατάταξη, ιεράρχηση, κατάταξης, ranking, Η ταξινόμηση
GT
GD
C
H
L
M
O
ranks
/ræŋk/ = NOUN: τάξη, βαθμός, σειρά, γραμμή, κλάση, πυκνή βλάστηση, ταγγός;
USER: τάξεις, κατατάσσεται, στις τάξεις, κατατάσσεται στην, γραμμές
GT
GD
C
H
L
M
O
really
/ˈrɪə.li/ = ADVERB: πραγματικά, όντως, πραγματικώς;
USER: πραγματικά, πολύ, πράγματι, πραγματικά να, πραγματικότητα, πραγματικότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
refuse
/rɪˈfjuːz/ = NOUN: απορρίμματα, σκουπίδια, σκύβαλα;
VERB: αρνούμαι, απορρίπτω;
USER: απορρίμματα, αρνούνται, αρνηθεί, αρνηθούν, να αρνηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
refuses
/rɪˈfjuːz/ = VERB: αρνούμαι, απορρίπτω;
USER: αρνείται, αρνείται την, αρνηθεί, απορρίπτει
GT
GD
C
H
L
M
O
relations
/rɪˈleɪ.ʃən/ = NOUN: συγγένειες;
USER: σχέσεις, σχέσεων, τις σχέσεις, οι σχέσεις, των σχέσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
release
/rɪˈliːs/ = NOUN: ελευθέρωση, απόλυση;
VERB: ελευθερώνω, ελευθερώ, απαλλάττω, απολύω, αποφυλακίζω, ανακοινώνω, ενοικιάζω πάλι;
USER: απελευθέρωση, αφήστε, απελευθερώνουν, απελευθερώσουν, απελευθερώσει
GT
GD
C
H
L
M
O
report
/rɪˈpɔːt/ = NOUN: έκθεση, αναφορά, απολογισμός, φήμη, κρότος;
VERB: αναφέρω, εκθέτω, διαδίδω;
USER: έκθεση, αναφέρουν, αναφέρετε, αναφέρει, αναφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
reported
/rɪˈpɔː.tɪd/ = VERB: αναφέρω, εκθέτω, διαδίδω;
USER: ανέφερε, αναφερθεί, αναφερόμενη, αναφέρθηκαν, ανέφεραν
GT
GD
C
H
L
M
O
reporting
/rɪˈpɔːt/ = VERB: αναφέρω, εκθέτω, διαδίδω;
USER: εκθέσεων, την υποβολή εκθέσεων, υποβολή εκθέσεων, αναφορά, αναφοράς
GT
GD
C
H
L
M
O
reports
/rɪˈpɔːt/ = NOUN: έκθεση, αναφορά, απολογισμός, φήμη, κρότος;
VERB: αναφέρω, εκθέτω, διαδίδω;
USER: εκθέσεις, εκθέσεων, αναφορές, τις εκθέσεις, αναφορών
GT
GD
C
H
L
M
O
results
/rɪˈzʌlt/ = NOUN: αποτέλεσμα, εξαγόμενο;
VERB: προκύπτω, επακολουθώ, καταλήγω;
USER: αποτελέσματα, τα αποτελέσματα, αποτελεσμάτων, αποτέλεσμα, αποτελέσματα που
GT
GD
C
H
L
M
O
rounded
/ˈraʊn.dɪd/ = VERB: τριγύρω, στρογγυλεύω, περικυκλώ;
USER: στρογγυλεμένες, στρογγυλοποιείται, στρογγυλεμένη, στρογγυλοποίηση, στρογγυλοποιούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
said
/sed/ = USER: είπε, δήλωσε, δήλωσε ο, είπε ο, είπε ο
GT
GD
C
H
L
M
O
sales
/seɪl/ = ADJECTIVE: εμπορικός;
USER: πωλήσεις, πωλήσεων, οι πωλήσεις, των πωλήσεων, τις πωλήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
same
/seɪm/ = NOUN: ίδιο;
ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος;
PRONOUN: ίδιος;
USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας
GT
GD
C
H
L
M
O
scale
/skeɪl/ = NOUN: κλίμακα, ζυγαριά, κλίμαξ, λέπι, πλάστιγγα, ιεράρχηση, λέπιο;
VERB: σκαλώνω, αναρριχώμαι;
USER: κλίμακα, κλίμακας, μέγεθος, διαστάσεων, ζυγαριά
GT
GD
C
H
L
M
O
schmitt
= USER: Schmitt, Σμιτ,
GT
GD
C
H
L
M
O
selling
/ˌbestˈsel.ər/ = NOUN: πώληση, πωλών;
USER: πώληση, πώλησης, πωλούν, την πώληση, πωλήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
sense
/sens/ = NOUN: έννοια, αίσθηση, νόημα, λογικό, συναίσθημα, νους, γνώση;
VERB: διαισθάνομαι;
USER: αίσθηση, νόημα, έννοια, λογικό, αίσθημα
GT
GD
C
H
L
M
O
sent
/sent/ = VERB: στέλνω, αποστέλλω, στέλλω, πέμπω;
USER: αποστέλλονται, αποστέλλεται, έστειλε, απέστειλε, στείλει
GT
GD
C
H
L
M
O
seriously
/ˈsɪə.ri.əs.li/ = ADVERB: σοβαρά, σοβαρώς;
USER: σοβαρά, σοβαρή, στα σοβαρά, σοβαρά την, σοβαρότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
sets
/set/ = NOUN: σκηνικά;
USER: σύνολα, σετ, συνόλων, σειρές, ομάδες, ομάδες
GT
GD
C
H
L
M
O
shipping
/ˈʃɪp.ɪŋ/ = NOUN: αποστολή, ναυτιλία, φόρτωση;
ADJECTIVE: ατμοπλοϊκός;
USER: ναυτιλία, αποστολή, Γραμματοσήμανση αλληλογραφίας, αποστολής, ναυτιλίας
GT
GD
C
H
L
M
O
should
/ʃʊd/ = USER: θα πρέπει να, πρέπει, πρέπει να, θα πρέπει, θα έπρεπε, θα έπρεπε
GT
GD
C
H
L
M
O
significant
/sigˈnifikənt/ = ADJECTIVE: σημαντικός, σπουδαίος, βαρυσήμαντος;
USER: σημαντικός, σημαντική, σημαντικές, σημαντικό, σημαντικά
GT
GD
C
H
L
M
O
similar
/ˈsɪm.ɪ.lər/ = ADJECTIVE: παρόμοιος, όμοιος, παραπλήσιος;
USER: παρόμοιος, παρόμοια, παρόμοιες, παρόμοιο, παρόμοιων, παρόμοιων
GT
GD
C
H
L
M
O
sitting
/ˈsɪt.ɪŋ/ = NOUN: συνεδρίαση, κάθισμα, κάθιση;
ADJECTIVE: καθισμένος, καθημένος;
USER: συνεδρίαση, καθισμένος, κάθισμα, κάθεται, κάθονται, κάθονται
GT
GD
C
H
L
M
O
six
/sɪks/ = USER: six-, six;
USER: έξι, έξη, από έξι
GT
GD
C
H
L
M
O
size
/saɪz/ = NOUN: μέγεθος, διάσταση, νούμερο, κόλλα, ανάστημα;
VERB: τοποθετώ κατά μεγέθη, εκμετρώ, εκτιμώ, κολλώ, κολλαρίζω;
USER: μέγεθος, μεγέθους, το μέγεθος, μέγεθος του, size
GT
GD
C
H
L
M
O
slightly
/ˈslaɪt.li/ = ADVERB: ελαφρώς, λίγο;
USER: ελαφρώς, λίγο, ελαφρά, κάπως, ελάχιστα
GT
GD
C
H
L
M
O
so
/səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω;
CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν;
USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε
GT
GD
C
H
L
M
O
sold
/səʊld/ = VERB: πωλώ, πωλούμαι;
USER: πωλείται, πωλούνται, πωλήθηκε, που πωλούνται, πωληθεί, πωληθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
some
/səm/ = PRONOUN: μερικοί, κάποιος, τινές, κάμποσος;
ADVERB: περίπου;
USER: μερικοί, περίπου, κάποιος, μερικά, κάποια, κάποια
GT
GD
C
H
L
M
O
somehow
/ˈsʌm.haʊ/ = ADVERB: κάπως, οπωσδήποτε;
USER: κάπως, κάποιο τρόπο, με κάποιο τρόπο, κατά κάποιο τρόπο, κάποιον τρόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
spokesperson
/ˈspōksˌpərsən/ = USER: εκπρόσωπος, εκπρόσωπος του, εκπρόσωπος της, εκπρόσωπος Τύπου, εκπρόσωπο
GT
GD
C
H
L
M
O
standing
/ˈstæn.dɪŋ/ = ADJECTIVE: διαρκής, μόνιμος, ακάθιστος, ιστάμενος;
NOUN: στάση, θέση, ορθοστασία, διάρκεια;
USER: διαρκής, θέση, στάση, ακάθιστος, στέκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
stands
/stænd/ = NOUN: στάση, εξέδρα, βάθρο, σταμάτημα, παράπηγμα, στάντζα;
VERB: στέκομαι, αντέχω, στέκω, ίσταμαι, υπομένω, κείμαι;
USER: στέκεται, περίπτερα, ξεχωρίζει, βρίσκεται, σημαίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
still
/stɪl/ = ADVERB: ακόμη, όμως;
ADJECTIVE: ακίνητος, ήρεμος, ήσυχος, ακούνητος;
NOUN: ηρεμία, πόζα, αποσταλακτήρ, λαμπίκος;
VERB: καθησυχάζω, λαμπικάρω;
USER: ακόμη, ακόμα, εξακολουθεί, εξακολουθεί να, εξακολουθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
streamlined
/ˈstriːm.laɪn/ = ADJECTIVE: αεροδυναμικός, νεώτατου είδους, στρογγυλόμακρος, με στρογγυλές γωνίες;
USER: εξορθολογισμένη, βελτιωμένο, εκσυγχρονιστεί, εξορθολογισμένο, εκσυγχρονιστούν
GT
GD
C
H
L
M
O
strong
/strɒŋ/ = ADJECTIVE: ισχυρός, δυνατός, γερός, ρωμαλέος;
USER: ισχυρός, δυνατός, ισχυρή, ισχυρό, έντονη
GT
GD
C
H
L
M
O
structure
/ˈstrʌk.tʃər/ = NOUN: δομή, κατασκευή, κτίριο, οικοδομή;
USER: δομή, κατασκευή, δομής, διάρθρωση, διάρθρωσης, διάρθρωσης
GT
GD
C
H
L
M
O
such
/sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε;
USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών
GT
GD
C
H
L
M
O
suddenly
/ˈsʌd.ən.li/ = ADVERB: ξαφνικά, αιφνίδια, αίφνης, έξαφνα;
USER: ξαφνικά, απότομα, ξαφνικά να, αιφνίδια, αίφνης
GT
GD
C
H
L
M
O
suspiciously
/səˈspɪʃ.əs.li/ = USER: καχύποπτα, ύποπτα, καχυποψία, ύποπτη, υπόπτως
GT
GD
C
H
L
M
O
synergies
/ˈsinərjē/ = NOUN: συνεργία;
USER: συνέργειες, συνέργιες, συνεργειών, συνεργιών, συνεργίες,
GT
GD
C
H
L
M
O
t
/tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί
GT
GD
C
H
L
M
O
taken
/ˈteɪ.kən/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω;
USER: λαμβάνονται, λαμβάνεται, ληφθεί, ελήφθησαν, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
technology
/tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία;
USER: τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, τεχνολογιών
GT
GD
C
H
L
M
O
than
/ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά;
USER: από, παρά, των, από το, από το
GT
GD
C
H
L
M
O
that
/ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως;
ADVERB: τόσο;
PRONOUN: εκείνος, όστις;
USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
their
/ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους;
USER: τους, του, τους για, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
them
/ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς;
USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά
GT
GD
C
H
L
M
O
think
/θɪŋk/ = VERB: νομίζω, σκέπτομαι, φρονώ, κρίνω, συλλογίζομαι;
USER: νομίζω, ότι, σκεφτείτε, σκέφτονται, νομίζετε, νομίζετε
GT
GD
C
H
L
M
O
thinks
/θɪŋk/ = VERB: νομίζω, σκέπτομαι, φρονώ, κρίνω, συλλογίζομαι;
USER: σκέφτεται, πιστεύει, πιστεύει ότι, θεωρεί, νομίζει
GT
GD
C
H
L
M
O
this
/ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος;
USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα
GT
GD
C
H
L
M
O
thought
/θɔːt/ = NOUN: σκέψη, στοχασμός, αναλογισμός;
USER: σκέψη, σκεφτεί, ότι, θεωρούν, σκέφτηκε, σκέφτηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
three
/θriː/ = USER: three-, three, three;
USER: τρία, τρείς, τρεις, τριών, τα τρία, τα τρία
GT
GD
C
H
L
M
O
through
/θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με
GT
GD
C
H
L
M
O
tie
/taɪ/ = NOUN: γραβάτα, δεσμός, ισοψηφία, σταμάτημα εργασίων, λαιμοδέτης;
VERB: δένω, ισοψηφώ;
USER: γραβάτα, συνδέσει, δένουν, δέσει, δέσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
time
/taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός;
VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω;
USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή
GT
GD
C
H
L
M
O
times
/taɪmz/ = NOUN: φορές;
USER: φορές, χρόνους, χρόνοι, ώρες, φορές την, φορές την
GT
GD
C
H
L
M
O
title
/ˈtaɪ.tl̩/ = NOUN: titul, název, nadpis, záhlaví, hodnost, ryzost, zákonný nárok;
VERB: titulovat, oslovovat, nazývat;
USER: τίτλος, τίτλο, τίτλου, του τίτλου, επικεφαλίδι, επικεφαλίδι
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
today
/təˈdeɪ/ = ADVERB: σήμερα;
USER: σήμερα, σημερινή, σημερινό, σήμερα το, σήμερα το
GT
GD
C
H
L
M
O
told
/təʊld/ = VERB: λέγω, διηγούμαι, ιστορώ, αριθμώ;
USER: είπε, δήλωσε, πει, είπαν, στους
GT
GD
C
H
L
M
O
track
/træk/ = NOUN: τροχιά, ίχνος, αποβάθρα, δρόμος, γραμμές σιδηροδρόμου, πατημασιά, στίβος;
VERB: ανιχνεύω, ακολουθώ τα ίχνη, ιχνηλατώ;
USER: τροχιά, παρακολουθείτε, παρακολούθηση, τραγουδιού, την παρακολούθηση
GT
GD
C
H
L
M
O
traditionally
/trəˈdɪʃ.ən.əl.i/ = USER: παραδοσιακά, παράδοση, κατά παράδοση, παραδοσιακό, παραδοσιακή
GT
GD
C
H
L
M
O
try
/traɪ/ = VERB: προσπαθώ, δοκιμάζω, δικάζω, εκδικάζω;
NOUN: δοκιμή, προσπάθεια;
USER: προσπαθώ, δοκιμή, προσπάθεια, δοκιμάσετε, δοκιμάστε, δοκιμάστε
GT
GD
C
H
L
M
O
two
/tuː/ = USER: two-, two;
USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο
GT
GD
C
H
L
M
O
understood
/ˌʌn.dəˈstænd/ = VERB: καταλαβαίνω, κατανοώ, νοώ, εννοώ, καταλαμβάνω;
USER: κατανοητή, κατανοητό, Εννοείται, Εξυπακούεται, νοείται
GT
GD
C
H
L
M
O
units
/ˈjuː.nɪt/ = NOUN: μονάδα, μονάς;
USER: μονάδες, μονάδων, οι μονάδες, τις μονάδες, μονάδες που
GT
GD
C
H
L
M
O
up
/ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω;
ADVERB: άνω;
ADJECTIVE: όρθιος;
VERB: εγείρομαι, υψώνω;
USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως
GT
GD
C
H
L
M
O
urges
/ɜːdʒ/ = NOUN: ορμή, προτροπή, παρακίνηση;
USER: προτρέπει, παροτρύνει, καλεί, ζητεί, ζητεί από
GT
GD
C
H
L
M
O
users
/ˈjuː.zər/ = USER: χρήστες, Οι χρήστες, χρηστών, τους χρήστες, στους χρήστες
GT
GD
C
H
L
M
O
usually
/ˈjuː.ʒu.ə.li/ = ADVERB: συνήθως;
USER: συνήθως, που συνήθως, κανόνα, κανόνα
GT
GD
C
H
L
M
O
valuable
/ˈvæl.jʊ.bl̩/ = ADJECTIVE: πολύτιμος;
USER: πολύτιμος, πολύτιμη, πολύτιμο, πολύτιμες, πολύτιμα
GT
GD
C
H
L
M
O
via
/ˈvaɪə/ = PREPOSITION: μέσω, διά, διά μέσου;
USER: μέσω, με, μέσω του, μέσω της, μέσω των
GT
GD
C
H
L
M
O
vw
/ˈvʌl.və/ = USER: vw, της VW, η VW, αυτοκίνητα vw, σύμβολο vw,
GT
GD
C
H
L
M
O
was
/wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε
GT
GD
C
H
L
M
O
way
/weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα;
USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
we
/wiː/ = PRONOUN: εμείς;
USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε
GT
GD
C
H
L
M
O
week
/wiːk/ = NOUN: εβδομάδα;
USER: εβδομάδα, την εβδομάδα, εβδομάδας, εβδομάδων, βδομάδα
GT
GD
C
H
L
M
O
were
/wɜːr/ = USER: ήταν, είχαν, ήσαν, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
what
/wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν;
USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια
GT
GD
C
H
L
M
O
when
/wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα;
ADVERB: πότε;
USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε
GT
GD
C
H
L
M
O
where
/weər/ = CONJUNCTION: όπου;
ADVERB: που;
USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
whether
/ˈweð.ər/ = CONJUNCTION: αν, εάν, είτε;
USER: αν, εάν, είτε, κατά πόσον, πόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
which
/wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός;
USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο
GT
GD
C
H
L
M
O
while
/waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ, μολονότι, καθ' όν χρόνον;
NOUN: λίγο καιρό, χρόνος, διάστημα χρονικό;
VERB: περνώ;
USER: ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι, ενώ οι
GT
GD
C
H
L
M
O
who
/huː/ = PRONOUN: ποιός;
USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος
GT
GD
C
H
L
M
O
will
/wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη;
VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη;
USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
without
/wɪˈðaʊt/ = PREPOSITION: χωρίς, άνευ, δίχως, καν;
ADVERB: έξω;
USER: χωρίς, χωρίς να, δεν, χωρίς την, χωρίς την
GT
GD
C
H
L
M
O
won
/wʌn/ = NOUN: γουόν;
USER: γουόν, κέρδισε, κερδίσει, κέρδισαν, κέρδισε το, κέρδισε το
GT
GD
C
H
L
M
O
work
/wɜːk/ = NOUN: εργασία, έργο, δουλειά;
VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι;
USER: εργασία, δουλειά, έργο, εργάζονται, εργαστούν, εργαστούν
GT
GD
C
H
L
M
O
world
/wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν;
USER: κόσμος, κόσμο, κόσμου, παγκοσμίως, παγκόσμια, παγκόσμια
GT
GD
C
H
L
M
O
would
/wʊd/ = USER: would-, will, would, shall;
USER: θα, θα ήταν, κάνατε, θα μπορούσε, θα μπορούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
yardstick
/ˈjɑːd.stɪk/ = NOUN: μέτρο σύγκρισης, μέτρο συγκρίσεως, μέτρο μήκους μιάς γιάρδας;
USER: μέτρο σύγκρισης, κριτήριο, μέτρο, σημείο αναφοράς, γνώμονας
GT
GD
C
H
L
M
O
year
/jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος;
USER: έτος, έτους, χρόνο, το έτος, περίοδο, περίοδο
GT
GD
C
H
L
M
O
yesterday
/ˈjes.tə.deɪ/ = ADVERB: εχθές, χτες, χθές;
USER: χτες, εχθές, χθές, χθες, πριν
GT
GD
C
H
L
M
O
yokohama
= USER: Yokohama, Γιοκοχάμα, της Γιοκοχάμα, Γιοκοχάμα της,
GT
GD
C
H
L
M
O
you
/juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ;
USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
your
/jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj;
USER: σας, σου, σας για, το, το
306 words